Βία και καλοσύνη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 10/05/1998 00:00

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ αφορμή από τρία πρόσφατα άρθρα μου στο «Βήμα» για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και μια σχετική ομιλία μου στην πανέμορφη Ερμούπολη1, ένας διαλεχτός Συριανός φίλος με ρωτάει: «Πώς εξηγείται τούτη η αντίφαση στο έργο του Μπρεχτ: απ' τη μια, υμνεί την καλοσύνη και την αγάπη απ' την άλλη, προβάλλει τη βία σαν λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Πώς γίνεται να συνυπάρχουν αυτά τα δυο, εξ ορισμού, ασυμβίβαστα;».
Το ερώτημα έχει ενδιαφέρον, όχι μόνο «μπρεχτικό» αλλά και γενικότερα αξίζει, λοιπόν, να το συζητήσουμε.
ΚΑΙ βέβαια τιμά και λατρεύει ο Μπρεχτ την καλοσύνη και την αγάπη έμφυτα, «φυσικά» γνωρίσματα του ανθρώπου, όπως λέει. Αυτή την εγγενή καλοσύνη, ωστόσο, οι κοινωνικές συνθήκες τη διαστρέφουν, την αντιστρέφουν σε κακία, που πιστεύει ο Μπρεχτ δεν είναι διόλου «εύκολη» υπόθεση. Σ' ένα απ' τα ποιήματα της εξορίας του, γράφει:
«Στον τοίχο μου, μια μάσκα γιαπωνέζικη, στο ξύλο σκαλισμένη
χρυσογιαλισμένη: μάσκα ενός δαίμονα κακού.
Κοιτάζω με συμπόνια
τις φλέβες που στο μέτωπο φουσκώνουν, δείχνοντας
πόσο είναι κοπιαστικό να 'σαι κακός»2.
Δύσκολη, η κακία, αλλ' ακόμα πιο δύσκολο να ζήσει η καλοσύνη σ' έναν κόσμο που η κακία τον κυβερνά, σ' έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι αντικείμενο συναλλαγής και εμπορίου. Λέει, σ' ένα νεανικό έργο του, ένας έμπορος δηλαδή, Ο έμπορας:
«Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος;
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι!
Ποιος να το ξέρει τάχα;
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι.
Ξέρω την τιμή του μονάχα»3.
Ακόμα και τα αντικείμενα αυτής της συναλλαγής, οι φτωχοί κι απόκληροι «είναι κακοί, κανενός δεν είναι φίλοι... επειδή δεν έχουν τίποτα στον κόσμο», λέει «ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», ή αγαθή νεαρή πόρνη Σεν-Τε, που τη λεηλατεί η γύρω της αρπακτικότητα. Και, για να επιζήσει, αναγκάζεται να μασκαρευτεί σε «ξάδερφο Σουί Τα», που δείχνεται πιο κακός απ' όλους τους κακούς.
Οι μεταμφιέσεις, όμως, είναι «παραμυθένιες» λύσεις. Οπως δεν είναι λύση το «θαύμα» που περιμένει (του κάκου, βέβαια) η εμπόρισσα Μάνα Κουράγιο. Ο Μπρεχτ, που «έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους τον καιρό της ανταρσίας, επαναστάτησε μαζί τους» κατά της τυραννίας, της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, όπως αμέτρητοι άλλοι, πριν και μετά απ' αυτόν. Κι όπως αμέτρητοι άλλοι, οραματίσθηκε την κατάλυση αυτών των «κακώς εχόντων», την αλλαγή των κοινωνικών δυνάμεων και σχέσεων και, συνακόλουθα, την αλλαγή του ίδιου του ανθρώπου. Ο Χορός, σ' ένα απ' τα «διδακτικά» έργα του, τραγουδάει:
«Σας καλούμε μαζί μ' εμάς να πορευτείτε, και μαζί μας
ν' αλλάξετε όχι μονάχα
ένα νόμο αυτής της Γης, αλλά
το βασικό της νόμο.
Ναι, το καθετί πρέπει ν' αλλάξει,
ο κόσμος κι η ανθρωπότητα
και, πρώτ' απ' όλα, η αταξία
των τάξεων, γιατί η ανθρωπότητα χωρίζεται στα δυο:
Εκμετάλλευση και Αγνοια.
.......................
Αλλάζοντας τον κόσμο, αλλάξετε και σεις οι ίδιοι»4.
ΠΩΣ ν' αλλάξει, όμως, ο κόσμος, αφού οι κοσμο-κάτοχοι θέλουν να μείνει όπως είναι, όπως τους συμφέρει να είναι, κι έχουν όλα τα μέσα να τον κρατήσουν έτσι; «Εχουνε νόμους, φυλακές, δικαστές, παπάδες, καθηγητές... έχουν προπάντων τανκς, κανόνια, πολυβόλα», όπως τραγουδάει μια εργάτρια στη «Μάνα» (1931). Εχουν, μ' ένα λόγο, τη βία, την πολύμορφη και πολυπλόκαμη - οικονομική, νομική, κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική. Πώς, λοιπόν, ν' αλλάξει αυτή η «αταξία» και «αν-ισορροπία»;
«Από το Τίποτα
πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τίποτα»5.
λέει σ' ένα του ποίημα του 19365.
Αλλά, και πάλι, πώς; Οι εργάτες του Σικάγου θα δώσουν την αιματηρή απάντηση:
«Ο,τι είναι να γίνει μόνο με τη βία
και με τα δικά σας χέρια...
Οταν κυβερνάει η βία, μονάχα άλλη βία σώζει,
κι όπου ζούνε άνθρωποι, μόνη σωτηρία οι άνθρωποι»6.
Και δυο δεκαετίες αργότερα, οι εργάτες του Παρισιού, τώρα:
«Ξέροντας πως εσείς νογάτε
μόνο τη βουή των κανονιών,
λέμε: "Αδέρφια μας, μιλάτε
τη γλώσσα των δικών μας
τουφεκιών"»7.
ΠΩΣ γίνεται, όμως, για να ξανάρθουμε στο αρχικό ερώτημα να συμπορεύονται, στο έργο του ίδιου δραματουργού καλοσύνη και βία, αγάπη για τον άλλον και αφανισμός του άλλου;
Αλλά η αδράνεια μπρος στην κακοποιό δράση δεν ισοδυναμεί, τελικά, με συνέργεια σ' αυτήν... η σιωπή, με συνενοχή... η απάθεια, με συμπάθεια γι' αυτήν; Οπως «η απόλυτη δικαιοσύνη καταντά απόλυτη αδικία», έτσι και η απόλυτη καλοσύνη καταντά βουβό όργανο της κακίας. Οταν «έσχατο μέσο άμυνας» απομένει η βία, τότε αυτή γίνεται «αναγκαίο κακό» και, τελικά, μια άλλη «καλοσύνη», αφού ασκείται «για δίκαιο σκοπό». Από νωρίς, ο Μπρεχτ είχε απαντήσει στο ερώτημα:
«Με ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα 'ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Τι βρωμιά δε θα 'κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;
Αν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν' αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Βυθίσου στο βούρκο,
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο, το 'χει ανάγκη»8.
ΚΑΙ η ειρωνεία της Ιστορίας που μόνο τους ανιστόρητους ξαφνιάζει: Ο Μπρεχτ πρόφτασε να δει πώς η «λαϊκή βία» χρησιμοποιείται εναντίον του λαού απ' τους ηγέτες του, πως το «κράτος των εργατών» (στην ΕΣΣΔ, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία κλπ.) ασκεί αδίστακτα βία κατά των ίδιων των «κυρίαρχων» εργατών. Και δεν δίστασε να την και να το σαρκάσει. Αλλά, γι' αυτά, μιλήσαμε στο δεύτερο από τα άρθρα, που στάθηκαν αφορμή για τούτη τη συζήτηση9...
1. «Το Βήμα», 1 και 15.2 και 26.4.98. Την ομιλία οργάνωσε (1.5) ο λαμπρός Θεατρικός Πολιτιστικός Ομιλος «Απόλλων», που έκλεισε 18 χρόνια γόνιμης δράσης.
2. «Η μάσκα του κακού» (1942).
3. «Η απόφαση» (1930)
4. «Διδακτικό έργο του Μπάντεν», σκηνή 11 (1929).
5. «Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι» (1936).
6. «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων», σκ. 9ζ και 12 (1931).
7. «Μέρες της Κομμούνας», σκ. 4 (1949).
8. «Αλλαξε τον κόσμο», στο έργο «Η απόφαση» (1930).
9. Η μετάφραση απ' την «Αγία Ιωάννα» είναι του αξέχαστου φίλου Γ. Σεβαστίκογλου. Ολες οι άλλες, του υπογράφοντος.
ΚΑΙ βέβαια τιμά και λατρεύει ο Μπρεχτ την καλοσύνη και την αγάπη έμφυτα, «φυσικά» γνωρίσματα του ανθρώπου, όπως λέει. Αυτή την εγγενή καλοσύνη, ωστόσο, οι κοινωνικές συνθήκες τη διαστρέφουν, την αντιστρέφουν σε κακία, που πιστεύει ο Μπρεχτ δεν είναι διόλου «εύκολη» υπόθεση. Σ' ένα απ' τα ποιήματα της εξορίας του, γράφει:
«Στον τοίχο μου, μια μάσκα γιαπωνέζικη, στο ξύλο σκαλισμένη
χρυσογιαλισμένη: μάσκα ενός δαίμονα κακού.
Κοιτάζω με συμπόνια
τις φλέβες που στο μέτωπο φουσκώνουν, δείχνοντας
πόσο είναι κοπιαστικό να 'σαι κακός»2.
Δύσκολη, η κακία, αλλ' ακόμα πιο δύσκολο να ζήσει η καλοσύνη σ' έναν κόσμο που η κακία τον κυβερνά, σ' έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι αντικείμενο συναλλαγής και εμπορίου. Λέει, σ' ένα νεανικό έργο του, ένας έμπορος δηλαδή, Ο έμπορας:
«Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος;
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι!
Ποιος να το ξέρει τάχα;
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι.
Ξέρω την τιμή του μονάχα»3.
Ακόμα και τα αντικείμενα αυτής της συναλλαγής, οι φτωχοί κι απόκληροι «είναι κακοί, κανενός δεν είναι φίλοι... επειδή δεν έχουν τίποτα στον κόσμο», λέει «ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», ή αγαθή νεαρή πόρνη Σεν-Τε, που τη λεηλατεί η γύρω της αρπακτικότητα. Και, για να επιζήσει, αναγκάζεται να μασκαρευτεί σε «ξάδερφο Σουί Τα», που δείχνεται πιο κακός απ' όλους τους κακούς.
Οι μεταμφιέσεις, όμως, είναι «παραμυθένιες» λύσεις. Οπως δεν είναι λύση το «θαύμα» που περιμένει (του κάκου, βέβαια) η εμπόρισσα Μάνα Κουράγιο. Ο Μπρεχτ, που «έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους τον καιρό της ανταρσίας, επαναστάτησε μαζί τους» κατά της τυραννίας, της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, όπως αμέτρητοι άλλοι, πριν και μετά απ' αυτόν. Κι όπως αμέτρητοι άλλοι, οραματίσθηκε την κατάλυση αυτών των «κακώς εχόντων», την αλλαγή των κοινωνικών δυνάμεων και σχέσεων και, συνακόλουθα, την αλλαγή του ίδιου του ανθρώπου. Ο Χορός, σ' ένα απ' τα «διδακτικά» έργα του, τραγουδάει:
«Σας καλούμε μαζί μ' εμάς να πορευτείτε, και μαζί μας
ν' αλλάξετε όχι μονάχα
ένα νόμο αυτής της Γης, αλλά
το βασικό της νόμο.
Ναι, το καθετί πρέπει ν' αλλάξει,
ο κόσμος κι η ανθρωπότητα
και, πρώτ' απ' όλα, η αταξία
των τάξεων, γιατί η ανθρωπότητα χωρίζεται στα δυο:
Εκμετάλλευση και Αγνοια.
.......................
Αλλάζοντας τον κόσμο, αλλάξετε και σεις οι ίδιοι»4.
ΠΩΣ ν' αλλάξει, όμως, ο κόσμος, αφού οι κοσμο-κάτοχοι θέλουν να μείνει όπως είναι, όπως τους συμφέρει να είναι, κι έχουν όλα τα μέσα να τον κρατήσουν έτσι; «Εχουνε νόμους, φυλακές, δικαστές, παπάδες, καθηγητές... έχουν προπάντων τανκς, κανόνια, πολυβόλα», όπως τραγουδάει μια εργάτρια στη «Μάνα» (1931). Εχουν, μ' ένα λόγο, τη βία, την πολύμορφη και πολυπλόκαμη - οικονομική, νομική, κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική. Πώς, λοιπόν, ν' αλλάξει αυτή η «αταξία» και «αν-ισορροπία»;
«Από το Τίποτα
πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τίποτα»5.
λέει σ' ένα του ποίημα του 19365.
Αλλά, και πάλι, πώς; Οι εργάτες του Σικάγου θα δώσουν την αιματηρή απάντηση:
«Ο,τι είναι να γίνει μόνο με τη βία
και με τα δικά σας χέρια...
Οταν κυβερνάει η βία, μονάχα άλλη βία σώζει,
κι όπου ζούνε άνθρωποι, μόνη σωτηρία οι άνθρωποι»6.
Και δυο δεκαετίες αργότερα, οι εργάτες του Παρισιού, τώρα:
«Ξέροντας πως εσείς νογάτε
μόνο τη βουή των κανονιών,
λέμε: "Αδέρφια μας, μιλάτε
τη γλώσσα των δικών μας
τουφεκιών"»7.
ΠΩΣ γίνεται, όμως, για να ξανάρθουμε στο αρχικό ερώτημα να συμπορεύονται, στο έργο του ίδιου δραματουργού καλοσύνη και βία, αγάπη για τον άλλον και αφανισμός του άλλου;
Αλλά η αδράνεια μπρος στην κακοποιό δράση δεν ισοδυναμεί, τελικά, με συνέργεια σ' αυτήν... η σιωπή, με συνενοχή... η απάθεια, με συμπάθεια γι' αυτήν; Οπως «η απόλυτη δικαιοσύνη καταντά απόλυτη αδικία», έτσι και η απόλυτη καλοσύνη καταντά βουβό όργανο της κακίας. Οταν «έσχατο μέσο άμυνας» απομένει η βία, τότε αυτή γίνεται «αναγκαίο κακό» και, τελικά, μια άλλη «καλοσύνη», αφού ασκείται «για δίκαιο σκοπό». Από νωρίς, ο Μπρεχτ είχε απαντήσει στο ερώτημα:
«Με ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα 'ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Τι βρωμιά δε θα 'κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;
Αν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν' αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Βυθίσου στο βούρκο,
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο, το 'χει ανάγκη»8.
ΚΑΙ η ειρωνεία της Ιστορίας που μόνο τους ανιστόρητους ξαφνιάζει: Ο Μπρεχτ πρόφτασε να δει πώς η «λαϊκή βία» χρησιμοποιείται εναντίον του λαού απ' τους ηγέτες του, πως το «κράτος των εργατών» (στην ΕΣΣΔ, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία κλπ.) ασκεί αδίστακτα βία κατά των ίδιων των «κυρίαρχων» εργατών. Και δεν δίστασε να την και να το σαρκάσει. Αλλά, γι' αυτά, μιλήσαμε στο δεύτερο από τα άρθρα, που στάθηκαν αφορμή για τούτη τη συζήτηση9...
1. «Το Βήμα», 1 και 15.2 και 26.4.98. Την ομιλία οργάνωσε (1.5) ο λαμπρός Θεατρικός Πολιτιστικός Ομιλος «Απόλλων», που έκλεισε 18 χρόνια γόνιμης δράσης.
2. «Η μάσκα του κακού» (1942).
3. «Η απόφαση» (1930)
4. «Διδακτικό έργο του Μπάντεν», σκηνή 11 (1929).
5. «Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι» (1936).
6. «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων», σκ. 9ζ και 12 (1931).
7. «Μέρες της Κομμούνας», σκ. 4 (1949).
8. «Αλλαξε τον κόσμο», στο έργο «Η απόφαση» (1930).
9. Η μετάφραση απ' την «Αγία Ιωάννα» είναι του αξέχαστου φίλου Γ. Σεβαστίκογλου. Ολες οι άλλες, του υπογράφοντος.